ΠΡΌΣΦΑΤΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΎΣΕΙΣ:

Γιάννης Κουλουκάκης γεννημένος το 1935 απεβίωσε το 2002

Ήρθε όμως η ώρα να ξαναγυρίσουμε στην ταβέρνα του Νικολή. Το γιατί θα το δείτε στη συνέχεια. Από τις αρχές λοιπόν που άνοιξε η ταβέρνα, τακτικός θαμώνας ήταν ένας κερατσινιώτης τραγουδιστής, ο Γιάννης Κουλουκάκης. Συχνά, έπαιρνε την κιθάρα του και τραγουδούσε στις παρέες που γέμιζαν ασφυκτικά το μαγαζί την εποχή εκείνη. Ο Κουλουκάκης, κατά τα λεγόμενα των ανθρώπων που τον θυμούνται να τραγουδάει ζωντανά, είχε υπέροχη και αισθαντική φωνή, που δεν άφηνε κανέναν ασυγκίνητο. 




Ήταν αδελφός της τραγουδίστριας Γεωργίας Κουλουκάκη, η οποία έκανε καριέρα με το ψευδώνυμο Γεωργία Τζόυ. Η Γεωργία για πολλά χρόνια έκανε σεγκόντα στον Στέλιο Καζαντζίδη, τόσο σε ζωντανές εμφανίσεις του όσο και στις ηχογραφήσεις των δίσκων του. Από μόνη της βέβαια έκανε μεγάλη καριέρα, τραγούδησε δικά της τραγούδια, μερικές μάλιστα από τις μεγάλες επιτυχίες της εποχής, τις τραγούδησε εκείνη σε πρώτη εκτέλεση. Ταξίδεψε σε πολλές χώρες τού εξωτερικού και τραγούδησε σε κέντρα της ομογένειας. Μάλιστα, λίγο πριν εγκαταλείψει οριστικά το τραγούδι, εμφανιζόταν για πολλά χρόνια σε λαϊκά κέντρα της Γερμανίας. Η Γεωργία είχε εμφανιστεί και σε κάποιες ταινίες, με πιο γνωστή αυτή με τον τίτλο Φτωχογειτονιά αγάπη μου του 1969 σε σενάριο του Πάνου Κοντέλλη και σκηνοθεσία Απόστολου Τεγόπουλου. Στην ταινία τον πρωταγωνιστικό ρόλο κρατούσε ο Νίκος Ξανθόπουλος, ενώ εκτός της Γεωργίας τραγουδούσαν επίσης ο πρωταγωνιστής –όπως συνήθιζε άλλωστε να κάνει σε πολλές ταινίες του-, ο Στέλιος Καζαντζίδης, η Μαρινέλα και ο Νίκος Δεμίρης.

Στο σημείο αυτό θα μου επιτρέψετε ν’ ανοίξω μια μικρή παρένθεση. Στο σπίτι μου, όταν ήμουν μικρός, άκουγα συχνά το όνομα της Γεωργίας Κουλουκάκη, η γιαγιά μου την έλεγε Κουλουκάκαινα. Λόγω του ότι μέναμε στην ίδια γειτονιά υπήρχε μια κάποια γνωριμία. Όταν ξεκίνησα να γράφω αυτό το αφήγημα, ζήτησα από έναν κουμπάρο μου, ο οποίος τη γνώριζε καλά, να μεσολαβήσει ώστε να της πάρω μία συνέντευξη. Ήθελα να μου μιλήσει τόσο για τη δική της πορεία όσο και για εκείνη του αδελφού της. Πήγα και την βρήκα ένα βράδυ μαζί με τον κουμπάρο μου και κάναμε καταρχήν μια προφορική συζήτηση στο πόδι. Εγώ και ο κουμπάρος μου στο πεζοδρόμιο και εκείνη στο πεζούλι του παραθύρου της παρέα με ένα μαύρο παιχνιδιάρικο σκυλάκι. Με τα πολλά κλείσαμε ραντεβού την πρώτη Κυριακή μετά από εκείνη τη συνάντησή μας. Μετά από δύο μέρες, μέσω του κουμπάρου μου, μου διεμήνυσε ότι η συνέντευξη είναι “άκυρον”. Για την ιστορία όμως θα ήθελα να σας πω, ότι η Γεωργία ζει με την κόρη της, ξεχασμένη από όλους, αναπολώντας το ένδοξο παρελθόν της και βλέποντας ζοφερό το μέλλον της. Έχει ελάχιστους πόρους ζωής και για να τα φέρει βόλτα εργάζεται επιπρόσθετα ως καθαρίστρια.
Αυτά λοιπόν με την Γεωργία και την παρένθεση που ανοίξαμε. Ας ξαναγυρίσουμε τώρα στον Γιάννη Κουλουκάκη. Ένας φίλος του, ονόματι Σταύρος, μου έγραψε ένα γράμμα γι’ αυτόν, που θεωρώ σκόπιμο να σας παρουσιάσω μερικά αποσπάσματα.
Γιάννης Κουλουκάκη,Λαικός Τραγουδιστής-χ.ν.κουβέλης 2 Γράφει ο Σταύρος λοιπόν:
«Γιάννης Κουλουκάκης,  ένας ξεχασμένος λαϊκός τραγουδιστής της σχολής Καζαντζίδη. Ο Γιάννης Κουλουκάκης υπήρξε μια από της σπουδαιότερες λαϊκές φωνές που έβγαλε ο τόπος μας. Γεννήθηκε στην Κοκκινιά το 1935 και είχε μια αδερφή, την Γεωργία Κουλουκάκη, επίσης λαϊκή τραγουδίστρια, η οποία ξεκίνησε την καριέρα της στο τραγούδι με το ψευδώνυμο Γεωργία Τζόυ ένα χρόνο πριν τον Γιάννη, το 1955. Η αδελφή του, εκτιμώντας τα προσόντα του και επειδή την εποχή εκείνη ο Γιάννης λόγω αναπηρίας στο ένα του χέρι δεν πήγε φαντάρος και είχε επομένως αρκετό χρόνο στη διάθεσή του, τον πήγε να τον ακούσει ο Στέλιος Χρυσίνης. Η Γεωργία, βέβαια, είχε μιλήσει πρώτα στον Χρυσίνη για τον αδελφό της. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σου πω ότι ο νεαρός τότε Κουλουκάκης είχε σαν είδωλό του τον Καζαντζίδη τον οποίο και λάτρευε. Φυσικό επακόλουθο ήταν στα πρώτα βήματά του να μοιάζει πάρα πολύ η φωνή του με αυτή του Στέλιου. Ο Χρυσίνης, μαέστρος τότε στην Κολούμπια, εντυπωσιάστηκε από τη φωνή του Γιάννη και έτσι μπήκε στο στούντιο και ηχογράφησε το πρώτο του τραγούδι σε δίσκο με τίτλο Θα φύγω πια και θα σωθώ του συνθέτη Μπάμπη Μπακάλη. Έτσι άρχισε να ανεβαίνει σιγά σιγά, να γίνεται γνωστός στο πανελλήνιο, φτάνοντας μετά από μια διετία να εμφανίζεται στο κέντρο των αδελφών Γιουρτάκη, πλάι σε μεγάλα ονόματα».

Την εποχή εκείνη που μας περιγράφει ο Σταύρος, γνωρίζει τη λαϊκή τραγουδίστρια Αθηνά Τσαγγάρη, η οποία ήταν γεννημένη το 1934 και καταγόταν από το Γεωργίτσι της Λακωνίας. Με την Αθηνά παντρεύτηκαν το 1959. Είναι μια περίοδος που ο Κουλουκάκης ηχογραφεί μεγάλες επιτυχίες, μεταξύ των οποίων και τα τραγούδια Στην Κυψέλη στο Παγκράτι και Θα πεθάνω πριν ξημερώσει. Η εταιρία του όμως, για δικούς της λόγους, δεν του γίνει καινούρια τραγούδια να ηχογραφήσει, ενώ ακόμα και αυτά που ήδη είχε κυκλοφορήσει με το σήμα της, δεν τα προωθεί όσο πρέπει. Με άλλα λόγια, τον βάζει ξαφνικά στο ψυγείο με άνωθεν παρεμβάσεις, που σύμφωνα με κάποιες μαρτυρίες οι παρεμβάσεις αυτές δεν ανήκουν στη σφαίρα του αφηρημένου, αλλά έγιναν από ανθρώπους με όνομα και επίθετο. Έτσι κι αλλιώς όμως οι νεκροί δεδικαίωνται. Έτσι, ο Γιάννης Κολουκάκης μετεγγράφεται –για μικρό χρονικό διάστημα πάντως-, στην Οντεόν. Με τη νέα του εταιρία ηχογραφεί κάποιες ακόμα επιτυχίες, χωρίς όμως να καταφέρει να γίνει πρώτο όνομα και να κάνει όσα θέλει και όσα πιστεύει ότι του αξίζουν. Το 1965, αλλάζει και πάλι δισκογραφική εταιρία και αυτή τη φορά εντάσσεται στο δυναμικό της RCA Victor.
Ο Σταύρος γράφει για την κίνησή του αυτή:
«Προσωπικά πιστεύω ότι εκεί που πήγε τελικά, δικαιώθηκε. Εκεί έβγαλε όλο το ταλέντο του, αναδεικνύοντας τα σπουδαία προσόντα της φωνής του. Δυστυχώς όμως ούτε και αυτά τα τραγούδια ακούστηκαν όσο έπρεπε. Πώς να στο πω να το καταλάβεις, σαν να μην ήθελαν κάποιοι να αναγνωρίσει ο κόσμος την αξία του. Αφού το ξέρεις, όπως τώρα και τότε, όλα είναι θέμα μάρκετινγκ. Αν κάποιοι θέλουν να σε θάψουν ζωντανό, θα το κάνουν και δε θα σε ρωτήσουν».
Προς το τέλος της δεκαετίας του ’60 ο Κουλουκάκης σταματά τη δισκογραφία και απογοητευμένος φεύγει από την Αθήνα. Για πολλά πολλά χρόνια εμφανίζεται σε κέντρα της Κορινθίας, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας και από όλους όσοι τον πίκραναν. Από τα μέσα της δεκαετίας του ‘90 και μετά, έχοντας επιστρέψει πια στην Αθήνα, πηγαίνει και τραγουδάει στου Νικολή την ταβέρνα.
Ο Σήφης, γιος του Νικολή, μου λέει χαρακτηριστικά:
«Ο Γιάννης, λόγω της αναπηρίας του, ήταν κάπως φοβισμένος. Δεν ανοιγόταν εύκολα και δεν είχε πολύ μεγάλη εμπιστοσύνη στον εαυτό του. Ήταν πολύ συνεσταλμένος γι’ αυτή τη δουλειά. Αν ήταν διαφορετικός σαν χαρακτήρας, θα έσκιζε. Είχε εξαιρετική φωνή. Να φανταστείς ότι κάποια εποχή όταν ο Καζαντζίδης έπαιρνε νυχτοκάματο επτά δραχμές, ο Κουλουκάκης έπαιρνε είκοσι. Αλλά έτσι ήταν φτιαγμένος. Δεν μπορούσε να το αλλάξει αυτό».
Ο Κουλουκάκης για βιοποριστικούς λόγους τραγουδάει τα τελευταία χρόνια της ζωής του στην ταβέρνα Νικολής. Ένα απριλιάτικο βράδυ του 2002, και ενώ μόλις έχει ολοκληρώσει ένα τραγούδι, παραπονείται ότι δεν αισθάνεται καλά.
“Ζαλίζομαι”, τους λέει και λίγο αργότερα χάνει τις αισθήσεις του. Ένα εγκεφαλικό επεισόδιο είναι ήδη σε εξέλιξη. Ο Σήφης μού λέει από την στενοχώρια και την απαξίωση. Η ουσία όμως είναι μία. Ο Γιάννης Κουλουκάκης δε συνέρχεται ποτέ. Κηδεύεται στο Μενίδι και όχι στον Πειραιά, όπως πιστεύουν πολλοί.
trenomag.wordpress.com
Γιάννης Κουλουκάκης γεννημένος το 1935 απεβίωσε το 2002
4/ 5 stars - "Γιάννης Κουλουκάκης γεννημένος το 1935 απεβίωσε το 2002" Ήρθε όμως η ώρα να ξαναγυρίσουμε στην ταβέρνα του Νικολή. Το γιατί θα το δείτε στη συνέχεια. Από τις αρχές λοιπόν που άνοιξε η ταβέρνα, ...
loading...
Share on Google Plus

Σχετικά με Tromero.eu

Αγαπητοί αναγνώστες, μετά την ανάγνωση του περιεχομένου μην ξεχνάτε να μας κάνετε like. Παρακαλούμε γράψτε το σχόλιο σας σχετικά με το άρθρο με ευγενικό τρόπο. Η άποψή σας είναι πολύ πολύτιμη. Σας ευχαριστούμε.
    Σχολιαστε στο Blogger
    Σχολιαστε στο Facebook